- μελίσματα
- μέλισμαsongneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποίκιλμα — το, ΝΑ [ποικίλλω] 1. στολίδι, κόσμημα, πλουμίδι («πέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν», Πλάτ.) νεοελλ. στον πληθ. τα ποικίλματα μουσ. ελεύθεροι ή τυποποιημένοι τρόποι άρθρωσης τού βασικού σκελετού μιας μελωδίας, που… … Dictionary of Greek
ՇՇՆՋԻՒՆ — (ջման, ջմունք.) NBH 2 0487 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c գ. ՇՇՆՋԻՒՆ ՇՇՆՋՈՒՄՆ. θρόος, θροῦς rumor, sonus. Շշունջ, շշնջելն. հնչիւն, մրմունջ. փըսըլտոց, մրմռոց. ... *ՇՇնջիւն քրթմնջանաց ոչ ծածկեսցի. Իմ. ՟Ա. 10: *Զնոյն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՇՇՆՋՈՒՄՆ — (ջման, ջմունք.) NBH 2 0487 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c գ. ՇՇՆՋԻՒՆ ՇՇՆՋՈՒՄՆ. θρόος, θροῦς rumor, sonus. Շշունջ, շշնջելն. հնչիւն, մրմունջ. փըսըլտոց, մրմռոց. ... *ՇՇնջիւն քրթմնջանաց ոչ ծածկեսցի. Իմ. ՟Ա. 10: *Զնոյն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)